Λόυντ

Λόυντ
(Lloyd). Επώνυμο ιστορικών προσωπικοτήτων. Βλ. λ. Λόιντ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ρίντμπεργκ, Γιοχάνες Ρόμπερτ — (Rydberg, Χάλμστατ 1854 – Λουντ 1919). Σουηδός φυσικός. Αφού τελείωσε τις σπουδές του μαθηματικών (1879) στο πανεπιστήμιο του Λουντ, διήνυσε εκεί όλη την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του, από το 1901 ως έκτακτος καθηγητής της φυσικής και από το 1909… …   Dictionary of Greek

  • Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …   Wikipedia

  • Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… …   Dictionary of Greek

  • ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας …   Dictionary of Greek

  • Άμπσαλον — (Absalon, Φιένεσλεβ 1128 – Μονή του Σορ 1201). Δανός ιεράρχης, πολιτικός και στρατιωτικός. Υπήρξε από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες στην ιστορία της Δανίας. Σπούδασε στο Παρίσι, χειροτονήθηκε επίσκοπος του Ρόσκιλντ και μετά αρχιεπίσκοπος της Λουντ …   Dictionary of Greek

  • Άρβιντ — (ArvidCarlsson,Ουψάλα,Σουηδία1923–). Σουηδός επιστήμονας της φαρμακολογίας. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Λουντ στη Σουηδία, όπου εκπόνησε και τη διδακτορική του διατριβή. Το 1959 ανακηρύχθηκε καθηγητής φαρμακολογίας στο πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • Βίξελ, Γιόχαν Γκούσταβ Κνουτ — (Johann Gustav Knut Wicksell, Στοκχόλμη 1851 – Στογκζούντ 1926).Σουηδός οικονομολόγος. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λουντ από το 1900 έως το 1926, ο Β. συνέβαλε αποφασιστικά στην εξέλιξη της οικονομικής επιστήμης, εισάγοντας μέσω της έννοιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”